Ένα πανί. Διπλωμένο στα δύο, στα τέσσερα. Μετά στα οχτώ και στα δεκάξι, μέχρι να γίνει ένα τόσο δα πακέτο, ίσα που να χωράει σε μια του τσέπη κατάστηθα, αριστερά. Αυτό το πανί πήρε μαζί του ο Μάκης.

Μακρύ ταξίδι, χειμωνιάτικο και ζόρικο. Δυό αεροπλάνα, πτήσεις σε ώρες μεταμεσονύχτιες, κρύο της αρκούδας, ξενύχτι, ταλαιπωρία στο μπες-βγες, στο ντύσου-γδύσου στα αυστηρά (και καλά) τσεκ-ιν.  Για λαμπερό (ας πούμε) προορισμό το ταξίδι.        Στην καρδιά του χειμώνα. Στο Παρίσι. Εντάξει… μη φανταστείτε… δεν είναι και τόσο τρομερό,  όσο ακούγεται.

Συνεχής βροχή, κάπου χιόνι και πάγος, κάπου αέρας να σε παίρνει και να σε σηκώνει, σκοτεινιά, θολούρα, υγρασία να σε περονιάζει, κρύο να σου δαγκώνει το συκώτι. Κι απ’ το παράθυρο του πούλμαν, «τί-είδε-ο- Γιαπωνέζος». Ο Μάκης όμως δεν ήτανε Γιαπωνέζος, ήτανε Έλληνας. Κι ο Μάκης είχε σχέδιο.

Δε λέω… Ωραίος κι ο Πύργος του Αϊφελ, πιο ωραίος ο Σηκουάνας με τα απίστευτα πλεούμενά του, η Ντίσνεϋλαντ διασκεδαστική, η Όπερα επιβλητική, η Αψίδα του Θριάμβου μεγαλόπρεπη, οι Βερσαλλίες χρυσοποίκιλτες, η Μονμάρτη γραφική κι η Νοτρ-Νταμ πιο όμορφη και συναρπαστική κι από δυό χιλιάδες Εσμεράλδες ακόμα. Ο Μάκης όμως είχε σχέδιο…

Τα καφέ και τα κρουασαντερί, μπουλανζερί, μπρασερί, πατισερί , κονφισερί και λοιπά τσαγερί και ταπισερί-ξέρω-γω ζεστά και φιλόξενα αλλά πανάκριβα έως απελπισίας και τα πανύψηλα κτίρια βουτηγμένα στην αριστοκρατίλα, την παρακμίλα, τη μελαγχολία και την καπνιά. Ο Μάκης όμως είχε σχέδιο…

Τα βουλεβάρτα πολυσύχναστα κι η κυκλοφορία, τύφλα να ‘χουν οι Ινδίες. Οι Γάλλοι για να φρενάρουνε, πρέπει πρώτα να βάψουνε τα λάστιχά τους με αίμα. Το δικό σου. Αλλά τον Μάκη δεν τον ένοιαζε, γιατί ο Μάκης, είχε σχέδιο…

Στο Λούβρο, με τους χιλιάδες χιλιάδων επισκέπτες. Με τους θησαυρούς και τα θαύματα του κόσμου όλου. Κλεμμένα, αγορασμένα, χαρισμένα, συλημένα, αρπαγμένα, σωσμένα, πες ό,τι θες. Εκεί πήγε ο Μάκης. Και μέσα στην πολυκοσμία, το χαμό, το θόρυβο, τη βουή και τη θολούρα περπάτησε, είδε δεξιά, είδε αριστερά και περίμενε.

Κι όταν τα βήματά του ολοκληρώθηκαν μπροστά στη Θεϊκή Κόρη κι η ζαλισμένη ματιά του ευτύχησε ν’ ακουμπήσει πάνω στο Αιώνιο Θαύμα της Ανυπέρβλητης Ομορφιάς της, ο Μάκης έβγαλε από την  τσέπη του (την αριστερή, του μέρους της καρδιάς) το πανί που δεν αποχωριζότανε σε όλο το ταξίδι, το ξεδίπλωσε με τα μάτια του γεμάτα διαμάντια που αρνιόντουσαν να γίνουνε δάκρυα κι η Γαλανόλευκη κυμάτισε στα χέρια του, μπροστά στο βάθρο της Αφροδίτης της Μήλου!

Κι Εκείνη, απλώνοντας τα χέρια της (γιατί ΕΧΕΙ χέρια), σήκωσε για μια στιγμή ψηλά, στον ουρανό του Λούβρου, ένα ήλιο Κυκλαδίτη! Και το Λούβρο γέμισε φως! Κι έπειτα ήρθαν, στα καλλίγραμμα τα πόδια της μπροστά δυό κύματα του Αιγαίου και φιλώντας τα, άφησαν στα δάχτυλά της τον αφρό και την αρμύρα τους! Και το Λούβρο γέμισε θαλασσινό αλάτι! Για μια στιγμή μονάχα! Και μιαν αιωνιότητα!…

Γιατί ο Μάκης, είχε σχέδιο…

Βασίλης Μουτσόπουλος  (24/1/2017)

Από την εκδρομή στο Παρίσι, Μουσείο Λούβρου (12-15/01/ 2017)

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ
Προηγούμενο άρθροΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ 1η 2017
Επόμενο άρθροΚΟΠΗ ΠΙΤΑΣ 2017

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ